- καθάρισε
- καθαρίζωcleanseaor ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καθαρίζω — (AM καθαρίζω) [καθαρός] 1. κάνω κάτι καθαρό, απαλλάσσω κάτι από τον ρύπο, από τη βρομιά, παστρεύω, σκουπίζω («καθαρίζω το σπίτι») 2. απαλλάσσω έναν τόπο από ξένον ή παρείσακτο 3. εξαγνίζω («και ἀπὸ πάσης ἁμαρτίας καθάρισον καρδίαν», ΠΔ) νεοελλ. 1 … Dictionary of Greek
Ηρακλής — I Μυθολογικός ήρωας. Η φήμη του κάλυπτε ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο· θεωρείται ενσάρκωση της ίδιας της ιδέας του ήρωα. Στον Η. πραγματικά συγκεντρώνονται όλα τα χαρακτηριστικά (μυθικά και πολιτιστικά) της ηρωικής υπόστασης: θεϊκή γέννηση, ανατροφή … Dictionary of Greek
ξυστός ή ξυστόν — Ο ισοπεδωμένος και καθαρισμένος από χόρτα και πέτρες χώρος που χρησίμευε στην αρχαία Ελλάδα για την άθληση των δρομέων. Με το πέρασμα του χρόνου, το ξ. και η παλαίστρα αποτέλεσαν τα δύο κύρια μέρη του πρωταρχικού γυμνάσιου, και τότε ο όρος ξ.… … Dictionary of Greek
άξυστος — η, ο 1. εκείνος που δε σβήστηκε, δεν καθαρίστηκε με ξύσιμο: Ο τοίχος δεν καθάρισε από τα γράμματα, γιατί τον άφησες άξυστο. 2. αυτός που δεν έγινε μυτερός με ξύσιμο: Το μολύβι δε γράφει, γιατί είναι άξυστο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βαβούλι — το 1. το μπουμπούκι: Αυτό το βαβούλι είναι έτοιμο να σκάσει. 2. το περίβλημα από τα όσπρια: Καθάρισε τα φασόλια από το βαβούλι τους! … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μονομερίς — επίρρ. χρον., σε μια μόνο μέρα, στη διάρκεια μιας μέρας: Καθάρισε όλο το διώροφο σπίτι μονομερίς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)